- ἀρχοντικῆς
- ἀρχοντικόςof an archonfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχοντογεννημένος — η, ο γόνος αρχοντικής οικογένειας … Dictionary of Greek
καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Πετσάλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Ηπείρου, η οποία πήρε μέρος στην ίδρυση της Πάργας (14ος αι.). Μέλη της οικογένειας αναφέρονται ως πρωθιερείς και ως προεστοί της Πάργας κατά τους ηρωικούς της αγώνες εναντίον του Αλή Πασά. Από την οικογένεια… … Dictionary of Greek
Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… … Dictionary of Greek
Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek
Φόι, Καρλ — (1856 – 1907). Γερμανός ελληνιστής και τουρκολόγος. Έμαθε την τουρκική γλώσσα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διετέλεσε ιδιωτικός δάσκαλος αρχοντικής ελληνικής οικογένειας. Χρημάτισε ακόμα καθηγητής της τουρκικής στο Σεμινάριο των Ανατολικών Γλωσσών… … Dictionary of Greek
Χαλκοκονδύλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Αθήνας. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1. Βασίλειος (1490 – 1514). Είχε, στην εποχή του, μεγάλη φήμη ως λόγιος. Ο θαυμασμός των συγχρόνων του γι’ αυτόν φαίνεται και από ένα πολύστιχο επίγραμμα που του αφιέρωσε … Dictionary of Greek